- καταταχώ
- καταταχῶ, -έω (Α)1. επιταχύνω κάτι2. προφθάνω κάποιον, καταλαμβάνω ξαφνικά («καταταχήσειν τῇ παρασκευῇ τοὺς ὑπεναντίους», Πολ.)3. διαφεύγω με μεγαλύτερη ταχύτητα, ξεφεύγω4. προλαβαίνω να κάνω κάτι («κατετάχησεν Ἁννίβας αὐτοὺς ἐξελὼν τὴν πόλιν», Πολ.)4. είμαι ή φθανω πρώτος5. έρχομαι έγκαιρα6. κάνω κάτι γρήγορα ή έγκαιρα7. παθ. καταταχοῡμαι, -έομαιυπερβάλλομαι, ξεπερνιέμαι από κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ταχῶ (< τάχος «ταχύτης»), πρβλ. ισο-ταχώ].
Dictionary of Greek. 2013.